καταμπέχω

καταμπέχω
καταμπέχω και καταμπίσχω (Α)
1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ.
β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)
2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμπέχοντα — καταμπέχω encompass pres part act neut nom/voc/acc pl καταμπέχω encompass pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμπέχοντας — καταμπέχω encompass pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμπέχοντες — καταμπέχω encompass pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • καταμπίσχω — (Α) βλ. καταμπέχω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”