- καταμπέχω
- καταμπέχω και καταμπίσχω (Α)1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ.β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.